Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009



“Ακαδημία Πλάτωνος” ονομάζεται η νέα ταινία του Φίλιππου Τσίτου, που προβάλλεται από τις 14 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους. Το σκηνικό τοποθετείται, στην ομώνυμη με τον τίτλο της ταινίας, περιοχή των Αθηνών. Μια περιοχή που βρίσκεται στο βορειοδυτικό κομμάτι της Αθήνας, κάπου μεταξύ των περιοχών του Κολωνού, των Σεπολίων και του Βοτανικού. Η περιοχή απέκτησε το όνομά της από την φιλοσοφική σχολή “Ακαδημία” που είχε ιδρύσει εκεί ο Πλάτωνας το 387 π.Χ. και η οποία λειτούργησε για κάτι λιγότερο από 900 χρόνια.
Γέννημα – θρέμα αυτής της περιοχής λοιπόν είναι ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) ο οποίος είναι ο ήρωας της ταινίας. Ο Σταύρος είναι ένας μεσήλικας κάτοχος ψιλικατζίδικου της περιοχής ο οποίος είναι χωρισμένος και ζει όλα του τα χρόνια με την μητέρα του. Ο Σταύρος συναναστρέφεται όλη την ημέρα με τρεις φίλους του οι οποίοι είναι περίπου σαν και τον ίδιο. Μεσήλικοι, μικροκαταστηματάρχες που αρέσκονται στο να τεμπελιάζουν και να αμπελοφιλοσοφούν. Σε μια περιοχή με εντονότατο το μεταναστευτικό στοιχείο, οι ίδιοι διακρίνονται από ξενοφοβία, που στις περιπτώσεις των μεταναστών από την Αλβανία φτάνει στα όρια του ρατσισμού. Αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με μια έντονη καχυποψία και αρνητικότητα. Οι ίδιοι είναι πολύ υπερήφανοι για το γεγονός ότι είναι Έλληνες φωνάζοντας με μεγάλη ευχαρίστηση το σύνθημα “δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ…”. Θεωρούν ότι η γειτονιά τους, τους ανήκει και αντιδρούν ως ιδιοκτήτες σε οτιδήποτε δεν τους αρέσει. Όλα όμως αλλάζουν όταν ένας Αλβανός ελαιοχρωματιστής αναγνωρίζει την χαμένη μητέρα του, στο πρόσωπο της μητέρας του Σταύρου. Ξαφνικά ο Σταύρος αντικρίζει την μητέρα του να μιλάει Αλβανικά και βρίσκεται να έχει έναν αδελφό από την χώρα την οποία απεχθάνονταν όσο καμία άλλη. Ξαφνικά χάνει την γη κάτω από τα πόδια του. Αδυνατεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι έχει Αλβανό αδελφό και αρχίζει να βλέπει σαν εφιάλτη το ενδεχόμενο να είναι και ο ίδιος Αλβανός.
Η ταινία προσπαθεί να απεικονίσει την ξενοφοβική πραγματικότητα, που υπάρχει στην Ελλάδα. Η περιοχή που επιλέχθηκε για να αποτελέσει το σκηνικό της ταινίας δεν είναι τυχαία. Σε μια περιοχή, όπου κατά την αρχαιότητα, διδάσκονταν η φιλοσοφία, μια επιστήμη που θέτει ερωτήματα και προσπαθεί να τα απαντήσει με βάση την ορθολογικότητα και την ελεύθερη σκέψη, πλέον επικρατεί η ανορθολογικότητα και η στενομυαλιά. Μια περιοχή που ήταν συνυφασμένη με την πρόοδο, σήμερα μοιάζει οπισθοδρομική. Οι ήρωες της ταινίας απεικονίζουν τους ξενοφοβικούς Έλληνες που μισούν κάτι χωρίς καν να το γνωρίζουν. Ο ήρωας της ταινίας ξαφνικά βρίσκεται να μην έχει ταυτότητα καθώς ότι είχε φαντασιωθεί για τον εαυτό του, καταρρέει. Βρίσκεται να είναι ένας από αυτούς που μισούσε. Το πιο σουρεαλιστικό σημείο της ταινίας είναι το σημείο που οι επί χρόνια φίλοι του αναρωτιούνται αν θα πρέπει να τον κάνουν παρέα ύστερα από την αποκάλυψη ότι είναι Αλβανός. Διότι πως θα μπορούσαν να κάνουν παρέα με έναν Αλβανό…; Στο τέλος ο θάνατος της μητέρας του Σταύρου έρχεται για να ενώσει τα 2 αδέλφια. Γίνεται εμφανές ότι κατ’ ουσίαν δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν , αλλά πολλά να μοιραστούν.
Και αυτή γενικότερα είναι η ουσία της ιστορίας. Δεν έχουμε τίποτα να μας χωρίζει από τους μετανάστες της χώρας μας. Η ταινία θήγει το πρόβλημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε μια εποχή που η Ελλάδα αποτελεί πόλο έλξης τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς μετανάστες και απευθύνεται σε μια κοινωνία, η οποία δεν έχει αποδεχθεί τον «αλβανό», που όπως είπαμε και παραπάνω είναι άκρως ξενοφοβική και που φυσικά ξεχνάει.
Ο Έλληνας ξεχνόντας πως κάποτε – και μάλιστα όχι πολυ παλιά- προγονοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία και σε άλλες χώρες για να βρούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Δημιούργησαν κοινότητες, διακρίθηκαν σε σημαντικούς κλάδους όπως η ιατρική. Από την άλλη πλευρά όμως δημιούργησαν προβλήματα, παουσιάσαν παρεκλίνουσες ακόμα και εγκληματικές συμπεριφορες. Παρ’ολα αυτά όμως κατάφεραν και ενσωματώθηκαν πλήρως χώρις να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα. Εμείς στην Ελλάδα του 21ου αιώνα γιατί δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τους μετανάστες και τη διαφορετικότητα τους; Τι είναι αυτό που πραγματικά αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη φιλομεταναστευτικής ιδεολογίας;
Ο Φίλιππος Τσίτος προσπαθεί και τελικώς επιτυγχάνει να περάσει μηνύματα για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις όπως προγενέστεροι του. Επίσης σημαντικό είναι ότι δεν κάνει κήρυγμα μέσα από την ταινία, αλλά προσπαθεί με έμμεσο, ευχάριστο και χιουμοριστικό τρόπο να μας αποδείξει πως το σημαντικό είναι να ξέρεις ποιός είσαι και να είσαι απόλυτα συμβιβασμένος με αυτό.
Ο ήρωας της ταινίας τα καταφέρνει μετά από μεγάλο εσωτερικό πόλεμο και με μεγάλη ερμηνευτική επιτυχία, η οποία δικαίως απέσπασε το βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: